Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΕΞΟΠΛΙΣΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ
Είναι γεγονός ότι η Αμυντική Βιομηχανία στη χώρα μας δεν έχει μακρά ιστορία και αριθμεί λίγο περισσότερο από τριάντα (30) χρόνια ζωής, σε αντίθεση με άλλες χώρες όπου υπάρχει προϊστορία και συσσωρευμένη εμπειρία αρκετών δεκάδων ετών. Είναι επίσης γνωστό ότι επί σειρά ετών ο μεγαλύτερος και βασικός εξοπλισμός των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας μας βασιζότανε σε προμήθειες έτοιμων οπλικών συστημάτων μέσω δανείων τα οποία σύναπτε η εκάστοτε Ελληνική Κυβέρνηση με τις αντίστοιχες Κυβερνήσεις προμήθειας των οπλικών συστημάτων. Το αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής είναι λίγο-πολύ γνωστό σε όλους. Αποδοχή όρων με ελάχιστες διαπραγματεύσεις, δυσβάστακτοι όροι αποπληρωμής των δανείων και φυσικά καθολική απουσία της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας από την παραγωγική διαδικασία και την εν συνεχεία υποστήριξη των οπλικών συστημάτων. Φυσικό επακόλουθο οι Αμυντικές μας Βιομηχανίες να είναι άγνωστες ή σχεδόν άγνωστες στη διεθνή ανταγωνιστική αγορά και το ποσοστό συμμετοχή τους στα οπλικά συστήματα μηδενικό. Η προώθηση και υλοποίηση του υπό κατάρτιση εξοπλιστικού προγράμματος αποσκοπεί, αφενός μεν στο πολιτικό-στρατιωτικό σκέλος με το οποίο ενισχύεται η αποτρεπτική ικανότητα της χώρας και αφετέρου στο οικονομικό, το οποίο αφορά στα απαιτούμενα κονδύλια για την υλοποίηση του εξοπλιστικού προγράμματος. Η ορθολογιστική αξιοποίηση αυτού ακριβώς του δεύτερου σκέλους είναι εκείνο στο οποίο προσβλέπει πλέον η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία, η ανάπτυξη της οποίας αποτελεί οικονομική και εθνική αναγκαιότητα και ένα μεγάλο δυναμικό για σημαντική υποστήριξη των Ενόπλων Δυνάμεων. Στην Ελλάδα, η οποία έχει τις υψηλότερες αμυντικές δαπάνες σαν ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) από όλες τις χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, η αμυντική βιομηχανία συμμετέχει στην παραγωγή οπλικών συστημάτων με το μικρότερο ποσοστό εγχώριας συμμετοχής από όλες τις χώρες της συμμαχίας. Το ποσοστό αυτό μέχρι πρότινος περιορίζετο σε μονοψήφιο αριθμό, γεγονός που υποδηλώνει την ελάχιστη Ελληνική Βιομηχανική εμπλοκή, με όλα τα αρνητικά οικονομικά επακόλουθα στο εμπορικό ισοζύγιο και στο κόστος από τις διακυμάνσεις της ισοτιμίας του Ευρώ και παλαιότερα της δραχμής, με τα ξένα νομίσματα. Η τεράστια αυτή ετήσια συναλλαγματική αφαίμαξη στερεί τη χώρα από οικονομικούς πόρους οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την ανάπτυξη της οικονομίας και την προσαρμογή της στα διεθνή πρότυπα.
Η ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας μπορεί να αποβεί καθοριστικός παράγων, όχι μόνο για την άμυνα της χώρας αλλά και για την οικονομική δραστηριότητα και την επιστημονική και τεχνολογική της εξέλιξη. Με τον τρόπο αυτό, η κοινωνία θα εισπράξει διπλό μέρισμα από την αυξημένη εθνική ασφάλεια αλλά και από την αυξημένη δραστηριότητα και απασχόληση.
Το στίγμα και ο στόχος που πρέπει να σκοπεύει η συμμετοχή της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας στα εξοπλιστικά προγράμματα έχουν δοθεί. Δηλαδή να πολλαπλασιασθεί η ελληνικοποίηση των προμηθειών ανεβάζοντας τη συμμετοχή της εγχώριας προστιθέμενης αξίας μέσω της υλοποίησης του ΕΜΠΑΕ των Ενόπλων Δυνάμεων.
ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
Η υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων είναι το όχημα με το οποίο μπορεί να δοθεί η δυνατότητα στις Ελληνικές Αμυντικές Βιομηχανίες να εμπλακούν είτε στη συμπαραγωγή υπαρχόντων οπλικών συστημάτων, είτε στην ανάπτυξη και παραγωγή νέων. Η συμμετοχή αυτή μπορεί να υλοποιηθεί μέσω των Βιομηχανικών Επιστροφών καθώς και της αύξησης της Ελληνικής Προστιθέμενης Αξίας (ΕΠΑ). Ως Ελληνική Προστιθέμενη Αξία ορίζεται η αξία η οποία προστίθεται από την Ελληνική Βιομηχανία κατά την διάρκεια παραγωγής, συναρμολόγησης ή/και μεταποίησης αμυντικών προϊόντων. Η ΕΠΑ προσλαμβάνει ιδιαίτερη αξία στα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα όπου και είναι εφικτή η υλοποίηση του στόχου του 35%. Στα προγράμματα αυτά το φάσμα και τα αντικείμενα εμπλοκής της Βιομηχανίας είναι τεράστια και είναι πρόσφορο το έδαφος για ευρύτερες βιομηχανικές συνεργασίες και συμμετοχές. Για να είναι αυτό εφικτό θα πρέπει οι ελληνικές παραγωγικές μονάδες να αποκτήσουν το κρίσιμο εκείνο μέγεθος που θα τους εξασφαλίσει ένα σημαντικό μερίδιο της αγοράς, επιτρέποντας παράλληλα μια ουσιαστική όχι μόνο παρουσία αλλά και συμμετοχή στις εγχώριες, ευρωπαϊκές και διεθνείς συμπαραγωγές. Βασικό μέσο για την ενίσχυση των Ελληνικών Αμυντικών Βιομηχανιών είναι οι μακροχρόνιες συμφωνίες-πλαίσιο και τα πολυεθνικά προγράμματα ανάπτυξης και συμπαραγωγής. Οι συμφωνίες αυτές επιτρέπουν τον καλύτερο σχεδιασμό και προγραμματισμό των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων, σταθερότητα στην οικονομική και διαχειριστική πολιτική τους καθώς και διασφάλιση των θέσεων εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό ο κρατικός τομέας επιτυγχάνει ευνοϊκότερους όρους στους χρόνους παράδοσης, στο κόστος των προγραμμάτων, στην ποιότητα των αμυντικών προϊόντων και είναι συμμέτοχος στις περαιτέρω εξελίξεις και πωλήσεις των συμφωνιών και των προγραμμάτων αυτών. Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, το οποίο διαχειρίζεται ένα μεγάλο προϋπολογισμό, μπορεί και έχει τη δυνατότητα να μεγιστοποιήσει τα οφέλη τόσο για την ασφάλεια της χώρας όσο και γενικότερα για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Για το σκοπό αυτό απαιτείται ανάπτυξη στενότερων σχέσεων συνεργασίας μεταξύ των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και των Ελληνικών Αμυντικών Βιομηχανιών. Η συνεργασία αυτή θα συντονίσει καλύτερα τις απαιτούμενες ενέργειες, θα συντομεύσει το χρόνο για την ανάπτυξη και παραγωγή των αμυντικών προϊόντων και θαμεγιστοποιήσει τη συμμετοχή των Αμυντικών Βιομηχανιών στα εξοπλιστικά προγράμματα. Η συνεργασία αυτή επιβάλλεται τόσο και από τη μείωση των διατιθεμένων κονδυλίων για τις αμυντικές δαπάνες όσο και από την εξέλιξη των τεχνολογιών όπως είναι οι τηλεπικοινωνίες και η τεχνολογία της πληροφορίας. Όλα τα ανωτέρω αποτελούν τους συντελεστές ομαλής, ουσιαστικής και επιτυχούς συμμετοχής των Αμυντικών Βιομηχανιών στα εξοπλιστικά προγράμματα. Στις προσκλήσεις υποβολής προσφορών (RFIs - RFPs) περιλαμβάνονται συνήθως οι κυβερνητικές εξαγγελίες για το ποσοστό συμμετοχής της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας στα προγράμματα αυτά. Η περαιτέρω όμως πορεία και εξέλιξη με σκοπό την υλοποίηση των ανωτέρω, επηρεάζονται από τους διαφόρους παράγοντες όπως ο Διαθέσιμος Χρόνος Υποβολής των Προσφορών, η Πολυτυπία των Οπλικών Συστημάτων, το ποσοστό της Ελληνικής Προστιθέμενης Αξίας (ΕΠΑ), οι Βιομηχανικές Επιστροφές, η Συμμετοχή σε Προγράμματα Ανάπτυξης και Παραγωγής Νέων Οπλικών Συστημάτων καθώς και η υπογραφή Συμβάσεων μεταξύ των Ελληνικών και Ξένων Εταιρειών πριν την Υπογραφή της Σύμβασης της Κύριας Προμήθειας.
Διαθέσιμος Χρόνος Υποβολής Προσφορών
Σημαντικότατος παράγοντας στην υποβολή της προσφοράς είναι ο διαθέσιμος χρόνος, ο οποίος δυστυχώς στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι απαγορευτικά μικρός και κυμαίνεται μεταξύ ενός και δύο μηνών. Οι διαδικασίες είναι αρκετά χρονοβόρες και δαπανηρές για τις μετέχουσες ελληνικές και ξένες εταιρείες και χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή για εντοπισμό και συγκεκριμενοποίηση των συστημάτων που θα κατασκευασθούν από την εγχώρια βιομηχανία. Η στενότητα χρόνου υποβολής της προσφοράς, την οποία συνήθως επικαλούνται οι ξένες εταιρείες, οδηγεί είτε στη μη εξεύρεση πεδίου συνεργασίας για υποκατασκευαστικό έργο, είτε στη σύναψη συμφωνίας συνεργασίας για μικρά σε μέγεθος και σπουδαιότητα συστήματα ή υποσυστήματα, γεγονός που ουσιαστικά ευνοεί τον ξένο κατασκευαστή. Σε αντίθεση με την Ελλάδα η Τουρκία αντιμετωπίζει πιο ρεαλιστικά την εμπλοκή των Αμυντικών Βιομηχανιών στα μεγάλα εξοπλιστικά της προγράμματα και έχει επιτύχει συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας της σε ποσοστό που υπερβαίνει το 30%.
Πολυτυπία Οπλικών Συστημάτων
Δεύτερος ουσιαστικός παράγοντας που θα βοηθήσει στην προγραμματισμένη και υγιή ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας κατά την υλοποίηση του εξοπλιστικού προγράμματος είναι η αποφυγή της πολυτυπίας των οπλικών συστημάτων, κάτι που δυστυχώς έχει συμβεί επανειλημμένα στο παρελθόν. Η πολυτυπία εκτός από ουσιαστικό πρόβλημα στην ομαλή λειτουργία των Γενικών Επιτελείων, αποτελεί και πραγματικό εμπόδιο στην ουσιαστική εμπλοκή της Αμυντικής Βιομηχανίας, διότι οι απαιτούμενες βιομηχανικές επενδύσεις πολλαπλασιάζονται κάνοντας αντιοικονομική και ανέφικτη την εγχώρια συμμετοχή και τον κατακερματισμό της σε μικρού ενδιαφέροντος και σπουδαιότητας αντικείμενα. Η αξιοποίηση και εκμετάλλευση των συστημάτων/προϊόντων που έχουν σχεδιασθεί, αναπτυχθεί και κατασκευάζονται από Ελληνικές Αμυντικές Βιομηχανίες θα έχει διπλό αποτέλεσμα. Πρώτον θα μειώσει κατά το δυνατόν την πολυτυπία, θα ενισχύσει σε μεγάλο βαθμό την εγχώρια αμυντική βιομηχανία και θα δώσει τη δυνατότητα συνεργασίας και υιοθέτησης των ελληνικών προϊόντων σε αντίστοιχα συστήματα άλλων χωρών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα ακόλουθα προϊόντα της INTRACOM:
· Το σύστημα Ενδοεπικοινωνίας WISPR.
· Το σύστημα Διαχείρισης Μάχης iBMS.
· Οι τηλεμετρικές διατάξεις και τροφοδοτικά συστήματα πυραυλικών συστημάτων.
· Τα συστήματα και συσκευές λειτουργικών ελέγχων.
· Η ευρεία γκάμα κρυπτοσυσκευών που διασφαλίζουν την κρυπτογραφημένη μετάδοση δεδομένων, φωνής και Fax.
· Ο κινητός δορυφορικός τερματικός σταθμός VSAT "CRONOS".
· Οι τακτικοί ασύρματοι VHF και HF.
· Οι μικροκυματικές ζεύξεις.
Ελληνική Προστιθέμενη Αξία (ΕΠΑ)
Η Ελληνική Προστιθέμενη Αξία (ΕΠΑ) θα πρέπει να αποτελεί αποφασιστικής σημασίας κριτήριο για κάθε επιμέρους κατακύρωση. Επιπλέον, θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία όχι μόνο στο ποσοστό της ΕΠΑ αλλά και στο περιεχόμενο της, το οποίο πρέπει να καθορίζεται από τους υποψήφιους προμηθευτές όχι μόνο ποσοτικά, αλλά και αναλυτικά ως προς τη φύση και το είδος της και σύμφωνα με τις δυνατότητες της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Βιομηχανικές Επιστροφές
Εδώ απαιτείται πριν από την υπογραφή των συμβάσεων να αξιολογούνται σε βάθος οι προσφορές των υποψηφίων προμηθευτών όχι μόνο ποσοτικά αλλά και ποιοτικά ως προς τις βιομηχανικές συνεργασίες και επιστροφές προς την εγχώρια βιομηχανία. Στο υφιστάμενο πλαίσιο θα πρέπει να δίνεται έμφαση και στην παροχή στις Ένοπλες Δυνάμεις προϊόντων και υλικών της Ελληνικής Βιομηχανίας. Συγκεκριμένα ο συσχετισμός των αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων με τις παραγωγικές δυνατότητες της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας μπορεί να οδηγήσει στην κάλυψη των υφισταμένων αναγκών κάνοντας ταυτόχρονα πλήρη εκμετάλλευση των προσφερομένων βιομηχανικών δυνατοτήτων και των επενδύσεων.
Συμμετοχή σε Προγράμματα Ανάπτυξης και Παραγωγής Νέων Οπλικών Συστημάτων
Εξαιρετικής σημασίας για το μέλλον της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας είναι η συμμετοχή της σε προγράμματα ανάπτυξης και παραγωγής νέων οπλικών συστημάτων με συνέπεια η Βιομηχανική εμπλοκή να μην ταυτίζεται χρονικά με την υλοποίηση της προμήθειας του υλικού, αλλά να έχει χρονικό ορίζοντα ο οποίος καλύπτει όλο τον κύκλο ζωής του υλικού. Αυτό έχει ως επακόλουθο την βιομηχανική εμπλοκή σε όλες τις παραγωγικές διαδικασίες των νέων οπλικών συστημάτων, δηλαδή στις φάσεις της ανάπτυξης, παραγωγής, ελέγχου και πιστοποίησης, συντήρησης καθώς και στις διάφορες φάσεις εξέλιξης τους, όπως οι τροποποιήσεις, βελτιώσεις και αναβαθμίσεις. Σε αυτή την περίπτωση καθοριστικός παράγοντας είναι η έγκαιρη λήψη απόφασης για τη συμμετοχή της χώρας στην παραγωγική διαδικασία του οπλικού συστήματος στα πλαίσια Διακρατικών Συμφωνιών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα υπό εξέλιξη προγράμματα IRIS-T και ESSM στα οποία συμμετέχουν γνωστές ελληνικές βιομηχανίες εξασφαλίζοντας επιστροφή του ποσοστού συμμετοχής της χώρας σε ποσοστό της τάξεως του 80%.
Υπογραφή Συμβάσεων μεταξύ των Ελληνικών και Ξένων Εταιρειών πριν την Υπογραφή της Σύμβασης της Κύριας Προμήθειας
Τελευταία και βασικότερη προϋπόθεση που πρέπει να ικανοποιηθεί πριν την υπογραφή της σύμβασης προμήθειας του αμυντικού υλικού-συστήματος είναι η υπογραφή των ανωτέρω συμβάσεων πριν την Υπογραφή της Σύμβασης της Κύριας Προμήθειας, μέσω των οποίων θα διασφαλίζονται οι βιομηχανικές συνεργασίες μεταξύ των Ελληνικών και Ξένων Εταιρειών. Σε αντίθετη περίπτωση η μη υπογραφή συμβάσεων και η υποβολή ανίσχυρων Μνημονίων Συνεργασίας (MOUs-MOAs) όχι μόνο δεν κατοχυρώνει την ελληνική πλευρά αλλά αντίθετα διαιωνίζει την εκκρεμότητα και μεταφέρει χρονικά την υποχρέωση της ξένης εταιρείας προς όφελος της και μόνο.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Τα οφέλη για την οικονομία της χώρας και τις Ένοπλες Δυνάμεις από την ενεργό συμμετοχή των Ελληνικών Αμυντικών Βιομηχανιών στα εξοπλιστικά προγράμματα είναι πολλαπλά. Περιορίζεται η εκροή συναλλάγματος, εξασφαλίζεται οικονομική ανάπτυξη, απασχολείται εξειδικευμένο προσωπικό, αυξάνονται οι ειδικευμένες θέσεις εργασίας ενώ αποκτά αυτοδυναμία η Αμυντική Βιομηχανία. Παράλληλα, οι Ένοπλες Δυνάμεις απεξαρτώνται κατά ένα ποσοστό από τους ξένους προμηθευτές, βασίζονται σε εγχώρια τεχνογνωσία και τεχνική υποστήριξη με συνέπεια ο χρόνος επισκευών να είναι μικρότερος και τέλος η επέμβαση της Ελληνικής Βιομηχανίας σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης ή κρίσιμης κατάστασης να είναι άμεση.
Η εφαρμογή των ανωτέρω σε συνδυασμό με την ίση μεταχείριση μεταξύ ιδιωτικών και κρατικών βιομηχανιών, στο πλαίσιο του υγιούς και θεμιτού ανταγωνισμού, θα συμβάλει αφενός στην αμυντική θωράκιση και οικονομική τόνωση της χώρας και αφετέρου θα προσφέρει τη δυνατότητα στις ίδιες τις βιομηχανίες να συνεργασθούν με σημαντικούς διεθνείς αμυντικούς οίκους σε νέα και σύγχρονα οπλικά συστήματα, διεκδικώντας ένα σημαντικό μερίδιο όχι μόνο των εγχώριων αλλά και των διεθνών εξοπλιστικών προγραμμάτων.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου