Πύραυλοι εξ αποκαλύψεως
Η εγκατάσταση της ΝΑΤΟϊκής αντιπυραυλικής ομπρέλας σε τουρκικό έδαφος οδηγεί σε αναβολή ή συρρίκνωση το πυραυλικό πρόγραμμα της ίδιας της Αγκυρας
Αναδύθηκε στην επικαιρότητα σαν «φάλτσο» στην προσεκτική ενορχήστρωση του ΝΑΤΟϊκού στρατηγικού σχεδιασμού για την επόμενη δεκαετία.
Είναι το τουρκικό πρόγραμμα πυραυλικού συστήματος μεγάλης ακτίνας δράσης, που κρατήθηκε στο περιθώριο της ειδησεογραφίας για χρόνια, αλλά εμφανίστηκε τώρα ξαφνικά στις μέσα σελίδες των τουρκικών εφημερίδων εξαιτίας της απρόσεχτης εμπλοκής του με τα αντίστοιχα ΝΑΤΟϊκά σχέδια.
Την περασμένη εβδομάδα η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ στη Λισαβόνα αποφάσισε την ανάπτυξη συμμαχικής αντιπυραυλικής ομπρέλας, με την Τουρκία να είναι η πιθανότερη χώρα που θα την υποδεχτεί. Ομως, αυτή η στρατηγική αναβάθμιση της Τουρκίας μέσω ΝΑΤΟ προκάλεσε παρενέργειες σε ένα άλλο, εξίσου σημαντικό -αν όχι σημαντικότερο- εθνικό πρόγραμμα στρατηγικής αναβάθμισης, που δρομολογεί την κατασκευή τουλάχιστον δύο βάσεων πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς στην Κωνσταντινούπολη και την Αγκυρα.
Τα δύο προγράμματα -εθνικό και ΝΑΤΟϊκό- επικαλύπτονται, με αποτέλεσμα να προκαλούν προβληματισμό στην τουρκική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Προβληματισμό που κινείται σε δύο άξονες: ή για αναβολή του εθνικού προγράμματος ή συρρίκνωσή του. «Αν οι πύραυλοι εγκατασταθούν στο έδαφός μας ως μέρος του προγράμματος του ΝΑΤΟ, τότε το δικό μας πρόγραμμα ή θα αναβληθεί ή ο αριθμός των πυραύλων που θα αγοράσουμε θα μειωθεί», φέρεται να δηλώνει στρατιωτική πηγή. Λίγες μέρες μετά, ο υπουργός Αμυνας Βετζντί Γκιονούλ αποσαφηνίζει τον προβληματισμό δηλώνοντας «διαθέτουμε πυραύλους μικρού, μέσου και μεγάλου βεληνεκούς. Αν το ΝΑΤΟϊκό πυραυλικό σύστημα καλύψει σημαντικό μέρος του εδάφους μας, τότε μπορούμε να εξοικονομήσουμε χρήματα από το δικό μας σύστημα». Την οριστική απόφαση για το πώς θα εκμεταλλευτεί τη ΝΑΤΟϊκή ομπρέλα η τουρκική πλευρά, θα την πάρει η Επιτροπή Υλοποίησης Αμυντικής Βιομηχανίας, στην οποία μετέχει ο ισλαμιστής πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Ισίκ Κοσανέρ και ο υπουργός Αμυνας Βετζντί Γκιονούλ.
Η εξέλιξη αυτή φαίνεται να έχει θορυβήσει τις πολυεθνικές των εξοπλισμών, που συνωστίζονται στην Τουρκία προσπαθώντας να πουλήσουν τους πυραύλους τους. Πρόκειται για συναγωνισμό αμερικανικών, ρωσικών, κινεζικών και ευρωπαϊκών συμφερόντων, που επιδίδονται σε ένα «διαρκές λόμπι» στους πολιτικούς διαδρόμους της Αγκυρας, αλλά τώρα βλέπουν τις ελπίδες τους να περιορίζονται λόγω της αιφνίδιας εμφάνισης του ΝΑΤΟϊκού παράγοντα. Πράγματι, η Τουρκία είχε σχεδιάσει αρχικά την ανάπτυξη δώδεκα πυραυλικών βάσεων, συνολικού κόστους 4 δισεκατομμυρίων δολαρίων, που μετά περιορίστηκαν σε τέσσερις, «ανάλογα με το επίπεδο της υφιστάμενης απειλής», και τώρα μειώνονται σε δύο. Ετσι ο ανταγωνισμός οξύνεται: Οι ΗΠΑ προτείνουν τους Patriot PAC-3 της διαβόητης Loc-kheed Martin, οι Ρώσοι σπρώχνουν τους δικούς τους S-400 της Almaz (κόστους 200 εκατομμυρίων δολαρίων ανά συστοιχία), οι Κινέζοι τους FD-2000 που δεν είναι παρά αντίγραφα των ρωσικών S-300 PMU1 αλλά σε χαμηλότερη τιμή, και, τέλος, το γάλλο-ιταλικό κονσόρτσιουμ Eurosam που κατασκευάζει τους SAMP-Τ με χαμηλή ακτίνα δράσης (μόλις 120 χιλιόμετρα έναντι των 400 χιλιομέτρων των S-400) αλλά με τα «καλύτερα ηλεκτρονικά συστήματα». Πρόκειται για μια αγορά που θα ξεπεράσει τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η επαναφορά του τουρκικού πυραυλικού προγράμματος στην επικαιρότητα γίνεται σε μια εποχή οξυμένης φιλειρηνικής ρητορικής από τη μεριά της ισλαμικής κυβέρνησης, που αποδεικνύεται προπέτασμα για τη συγκάλυψη ενός εξοπλιστικού προγράμματος-μαμούθ, που με τουρκική ή ΝΑΤΟϊκή σφραγίδα ανατρέπει τις λεπτές στρατηγικές ισορροπίες στην περιοχή του Αιγαίου και της Μ. Ανατολής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου