Τετάρτη 10 Μαρτίου 2010
ΕΝΑ ΕΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΤΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΜΠΑΜΑ
Συντάχθηκε απο τον/την Γ. Ε. ΣΕΚΕΡΗ
Δευτέρα, 08 Μάρτιος 2010 09:26
Δέκα πέντε μήνες μετά την εγκατάσταση του στον Λευκό Οίκο, ο κ. Ομπάμα βλέπει την εντός της χώρας του δημοτικότητα του να υφίσταται σημαντική κάμψη.[i] Κυρίως λόγω της εσωτερικής του πολιτικής. Χωρίς όμως και οι εξωτερικές του επιλογές να είναι άσχετες με τη φθορά αυτή της εικόνας του. Διότι, ανεξάρτητα από τα όσα διακήρυττε προεκλογικώς – και πρέπει να αναγνωρισθεί ότι, σε αντίθεση με τους συνυποψηφίους του, όπως και με πολλούς υποψηφίους για την προεδρία κατά το παρελθόν, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ο κ. Ομπάμα υπήρξε ιδιαίτερα προσεκτικός – ο νέος πρόεδρος εκλήθη να διαχειρισθεί στον διεθνή χώρο εμπεδωμένες πραγματικότητες, στενότατα περιθώρια απόκλισης από τις δρομολογημένες πολιτικές της Ουάσιγκτον παρέχουσες. Και συνεπώς αναπόφευκτο ήταν να απογοητεύσει όλους εκείνους τους οπαδούς και θαυμαστές του – και ήσαν πολλοί – που έτρεφαν την ψευδαίσθηση, ότι αρκούσε η απομάκρυνση από την εξουσία του τόσο χλευασθέντος και μισηθέντος κ. Μπους για να επιλυθούν ως δια μαγείας τα τεράστια διεθνή προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. [ii]
Ωστόσο, μια ψυχραιμότερη αξιολόγηση των μέχρι τούδε πεπραγμένων της προεδρίας Ομπάμα οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Αμερικανός ηγέτης έχει χειρισθεί τις εξωτερικές υποθέσεις της χώρας του με ρεαλισμό και υπευθυνότητα. Ότι αρνήθηκε να θυσιάσει την ουσία στον βωμό της επικοινωνίας και της δημοτικότητας Και ότι οι βασικές αποφάσεις του σε όλα τα σημαντικά μέτωπα υπήρξαν γενικώς εύστοχες. Θαύματα ασφαλώς δεν επέτυχε. Αλλά ακόμη και οι τεράστιοι πόροι της ης προΐσταται υπερδύναμης δεν αρκούν για να μετατρέψουν τον εκάστοτε «πλανητάρχη» σε θαυματοποιό.
Βέβαια, αφ’ ης ανέλαβε τα προεδρικά του καθήκοντα, ο κ. Ομπάμα δεν εφείσθη προσπαθειών για να μεταστρέψει το ομολογουμένως βαρύ διεθνές κλίμα επί το ευνοϊκότερον για τις ΗΠΑ. Με την ομιλία του στο Κάιρο τον Ιούνιο 2009 επεδίωξε να κτίσει γέφυρες προς τον μουσουλμανικό κόσμο.[iii] Σε ό,τι αφορά στις ρωσο-αμερικανικές σχέσεις,, τόσο μέσω στενών συνεργατών του – του αντιπροέδρου κ. Μπάιντεν και της υπουργού εξωτερικών κυρίας Κλίντον – όσο και με προσωπικές του δηλώσεις, κατέστησε σαφή την πρόθεσή του για ένα «νέο ξεκίνημα».[iv]
Επίσης: «Έτεινε την χείρα» προς την Τεχεράνη. Και επιχείρησε να προσεγγίσει το Πεκίνο – με την επί των εξωτερικών υπουργό του και τον ίδιο προσωπικώς, κατά την επίσκεψή τους στην Κίνα τον Φεβρουάριο και τον Νοέμβριο 2009 αντιστοίχως, να μισοκλείνουν τα μάτια στις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων από το κινεζικό καθεστώς, και να εισπράττουν ως εκ τούτου τις επικρίσεις και των δύο άκρων του αμερικανικού πολιτικού φάσματος.[v] Για να υπογραμμίσει δε το ενδιαφέρον του για την Ευρώπη, ως υποψήφιος ακόμη επισκέφθηκε διαδοχικά τις τρεις μεγάλες πρωτεύουσες Βερολίνο – όπου μάλιστα η παρουσία του προκάλεσε έναν ελαφρώς υστερικό λαϊκό ενθουσιασμό [vi] – Παρίσι και Λονδίνο. Ενώ στη σύσφιξη των ευρω-ατλαντικών δεσμών απέβλεψε και η δεύτερη – και επιτυχής και πάλι υπό στενά επικοινωνιακό πρίσμα – ευρωπαϊκή περιοδεία που, ως πρόεδρος πλέον, πραγματοποίησε τον Μάρτιο 2009 .[vii]
Όπως όμως ήταν φυσικό, οι επικοινωνιακές αυτές χειρονομίες ελάχιστα επηρέασαν τη στάση των αποδεκτών τους έναντι της Ουάσιγκτον. Οι αντιθέσεις πολιτικής αντανακλούν διάσταση πραγματικών ή εικαζόμενων συμφερόντων – και συνεπώς δεν αίρονται με την απλή επιδαψίλευση διαβεβαιώσεων καλής θέλησης. Το αντιαμερικανικό δε σύνδρομο, ειδικότερα, έχει τη ρίζα του στον παγκόσμιο ρόλο των ΗΠΑ – ρόλο πλανητικού εξισορροπιστή – και στις δυσαρέσκειες, αλλά και στον φθόνο, που αναπόφευκτα ο ρόλος αυτός γεννά.
Ωστόσο, η κριτική που ασκήθηκε και ασκείται στα φραστικά ανοίγματα του κ. Ομπάμα εκ μέρους των πολιτικών του αντιπάλων είναι άδικη. Καταδεικνύοντας τις αγαθές του διαθέσεις, ο νέος πρόεδρος προλείανε το έδαφος για τους εν συνεχεία χειρισμούς του – της ήδη διαφαινόμενης σκλήρυνση της στάσης του σε αρκετά μέτωπα συμπεριλαμβανομένης.
Μια σύντομη ματιά τώρα στις συγκεκριμένες στοχεύσεις, μέχρι τούδε αποτελέσματα και προοπτικές της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης Ομπάμα.
Εν πρώτοις, και υπό τον σημερινό πρόεδρο η Μέση Ανατολή διατηρεί την κορυφαία θέση στις αμερικανικές προτεραιότητες. Αυτό δε για προφανείς λόγους: Η εξάρτηση της δυτικής οικονομίας από τους υδρογονάνθρακες προβλέπεται μακρά.[viii] Και η ανθεκτικότητα του ακραίου Ισλάμ προοιωνίζεται τη συνέχιση του φαινομένου της αντιδυτικής τρομοκρατίας. Μολονότι δε η εν προκειμένω συνθηματολογία της Ουάσιγκτον έχει μερικώς αλλάξει – επί παραδείγματι, ο όρος «παγκόσμιος πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» (Global War on Terror) τείνει να εγκαταλειφθεί ως αντιπαραγωγικός [ix] – η ουσία της αμερικανικής μεσανατολικής πολιτικής διατηρείται αμετάβλητη. Στόχος παραμένει η διαμόρφωση μιας περιφερειακής τάξης που αποτρέπει τη δημιουργία τρομοκρατικών ορμητηρίων ακραίων ισλαμιστών, φράσσει τον δρόμο σε εχθρικά προς τα δυτικά συμφέροντα καθεστώτα και ευνοεί την ενεργειακή συνεργασία των τοπικών κυβερνήσεων με τις ΗΠΑ και τη Δύση γενικότερα. Προς τούτο δε χρησιμοποιείται ολόκληρο το φάσμα των μέσων στη διάθεση της υπερδύναμης, με τη στρατιωτική ισχύ πάντοτε σε κεντρικό, αν και όχι βέβαια αποκλειστικό, ρόλο.
Ειδικότερα: Καθώς η κατάσταση στο Ιράκ τείνει προς σχετική σταθεροποίηση, οι Αμερικανοί μετατοπίζουν βαθμιαίως το κέντρο βάρος της πολιτικο-στρατιωτικής τους προσπάθειας προς το αφγανο-πακιστανικό μέτωπο. Η στροφή δε αυτή, ήδη δρομολογηθείσα επί προεδρίας Μπους, συνιστά τον πυρήνα της νέας στρατηγικής, που ο πρόεδρος Ομπάμα δημοσιοποίησε τον περασμένο Δεκέμβριο [x] – και η οποία, παρά τις αναπόφευκτες δυσκολίες, αποδίδει ήδη καρπούς, τόσο στο εσωτερικό του Αφγανιστάν, όσο και ως προς τη συνεργασία με τις επιφυλακτικές και συχνά αρνητικές έναντι του δυτικού αφγανικού εγχειρήματος πακιστανικές αρχές.[xi]
Από την άλλη, μετά την άρνηση της Τεχεράνης να σφίξει το «τεταμένο» χέρι του κ. Ομπάμα, η αμερικανική διπλωματία επανέλαβε την άσκηση πιέσεων επί του ιρανικού καθεστώτος προς αποτροπή της πυρηνικοποίησής του – επιδιώκοντας, μεταξύ άλλων, και τη σύμπραξη της Μόσχας και του Πεκίνου για την επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων στο πλαίσιο του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.[xii] Εάν ωστόσο, αψηφώντας τις διεθνείς αντιδράσεις, η ιρανική ηγεσία εμμείνει στη δημιουργία πυρηνικού οπλοστασίου, η Ουάσιγκτον θα βρεθεί προσεχώς μπροστά στο δίλημμα, είτε να ανεχθεί την «ιρανική βόμβα», αρκούμενη στη διαχείριση των αποσταθεροποιητικών επιπτώσεών της,[xiii] είτε να προσφύγει σε στρατιωτικά μέσα, παρά τις οδυνηρές – αν και αμφισβητούμενης έκτασης – παρενέργειές τους. Με ορισμένους, πάντως – μειοψηφούντες – αναλυτές να υπολογίζουν σε μια καθεστωτική αλλαγή στην Τεχεράνη για την επίτευξη σχετικώς ανώδυνης λύσης του ιρανικού πυρηνικού προβλήματος. [xiv] Ενώ το όλο θέμα περιπλέκεται και από την αβεβαιότητα περί τις προθέσεις του Ισραήλ – το οποίο εκλαμβάνει την έναντί του στάση του ιρανικού ιερατείου ως υπαρξιακή απειλή [xv]
Διαπιστώνοντας, εξ άλλου, την εκμετάλλευση από τους αντιπάλους της του συμβολικά και συναισθηματικά φορτισμένου για τον αραβο-μουσουλμανικό κόσμο Παλαιστινιακού, η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να καταβάλλει προσπάθειες για την αναζωογόνηση των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων μεταξύ Παλαιστινίων και εβραϊκού κράτους. Χωρίς, ωστόσο, ο κ. Ομπάμα να έχει έως τώρα αποδειχθεί τυχερότερος από τους δύο άμεσους προκατόχους του. Καθώς τις αμερικανικές πρωτοβουλίες υπονομεύουν, τόσο οι ενδο-παλαιστινιακές έριδες και, ειδικότερα, η προσκόλληση της Χαμάς στη μαξιμαλιστική της ατζέντα, όσο και η εκμετάλλευση από την αδιάλλακτη μερίδα της ισραηλινής πλευράς του άλλοθι που με την προβληματική τους στάση της προσφέρουν οι ίδιοι οι Παλαιστίνιοι.
Στο μεσανατολικό δε αυτό παζλ εμπλέκεται και δη πολλαπλώς και η Άγκυρα. Χρήσιμη αναμφίβολα – π.χ. σε σχέση με το Ιρακινό και το Αφγανικό, καθώς και ως μεσάζων στην προσπάθεια των Αμερικανών να αποσπάσουν τη Συρία από την ιρανική επιρροή. Αλλά και προβληματίζουσα την Ουάσιγκτον, στο μέτρο που οι «νεο-οθωμανοί» του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης τείνουν ενίοτε να εκφύγουν της δυτικής ευθείας, συγχρωτιζόμενοι με ακραία ισλαμικά καθεστώτα, όπως – κυρίως – το Ιράν, αλλά και το Σουδάν. Και θέτουν υπό δοκιμασία την τουρκο-ισραηλινή στρατηγική συνεργασία. Με επακόλουθο οι Αμερικανοί, παρά τα εγκώμια που επιδαψίλευσε στην Τουρκία ο κ. Ομπάμα κατά την εκεί επίσκεψή του τον Απρίλιο 2009 [xvi] και μολονότι εξαίρουν με κάθε ευκαιρία την αγαστή συνεργασία τους με τον πάντοτε μεγάλης γεωπολιτικής και στρατηγικής σημασίας Τούρκο σύμμαχο,[xvii] να παρακολουθούν τα τουρκικά πράγματα με μόλις αποκρυπτόμενη ανησυχία.
Εκτός, όμως, από τα προβλήματα της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, υψηλή θέση στην ιεραρχία των εξωτερικών προτεραιοτήτων της Ουάσιγκτον κατέχουν πάντοτε και οι σχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα. [xviii] Οι οποίες για μια ακόμη φορά διέρχονται ευαίσθητη φάση, καθώς η αμερικανική ηγεσία επιχειρεί να τηρήσει λεπτές ισορροπίες μεταξύ, αφενός, της προαγωγής της οικονομικής και διπλωματικής συνεργασίας με έναν ανερχόμενο γίγαντα – κυριότερο πιστωτή των ΗΠΑ και μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείς του ΟΗΕ – και, αφετέρου, της αντιμετώπισης προβληματικότερων πλευρών της κινεζικής πολιτικής, όπως οι διαχρονικές απειλές κατά της Ταϊβάν και παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων στην κινεζική επικράτεια. Με το Πεκίνο, όμως, να αντιδρά εντόνως σε εκφάνσεις της αμφίδρομης αυτής πολιτικής, όπως η χορήγηση αμερικανικού στρατιωτικού υλικού στην Ταϊπέι και η υποδοχή του Δαλάι Λάμα στον Λευκό Οίκο. Αλλά και με αμφότερες τις πλευρές να καθιστούν εμφανή την επιθυμία τους να αποφευχθεί η όξυνση των σχέσεών τους.. [xix] Το πιθανότερο δε είναι, ότι η διακυμαινόμενη, αλλά ειρηνική και συχνά συνεργατική, αυτή συνύπαρξη των δύο κρατών θα συνεχισθεί, όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες διατηρούν το αποφασιστικό τους προβάδισμα στην παγκόσμια ιεραρχία ισχύος.
Η άλλη μεγάλη δύναμη που εντόνως απασχολεί την αμερικανική διπλωματία είναι η Ρωσική Ομοσπονδία – μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ και πυρηνική υπερδύναμη. Και δεν είναι τυχαίο ότι τον όρο «επανεκκίνηση σχέσεων» η Ουάσιγκτον τον χρησιμοποίησε για πρώτη φορά αναφορικά με τη Μόσχα. Συνοδεύοντας το λεκτικό αυτό άνοιγμα με τη ματαίωση της προκλητικής, από ρωσικής σκοπιάς, εγκατάστασης στοιχείων της αντιπυραυλικής ασπίδας σε Πολωνία και Τσεχία. Και διατηρώντας συγχρόνως στο ψυγείο τα επίσης προσκρούοντα στις ρωσικές ευαισθησίες σχέδια διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς.[xx]
Σημειωτέον, άλλωστε, ότι, αφότου η νέα Ρωσία αναδύθηκε από τα ερείπια της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας, οι Αμερικανοί αποπειρώνται να επηρεάσουν τους εξωτερικούς της προσανατολισμούς δια του στρατηγικού εναγκαλισμού της. Εν μέρει, «εγκλωβίζοντάς» την σε ένα θεσμικό πλέγμα διαβουλεύσεων με το ΝΑΤΟ. Αλλά και μέσω μιας σειράς διμερών διαπραγματεύσεων για τον αμοιβαίο έλεγχο των πυρηνικών εξοπλισμών. Τις οποίες η κυβέρνηση Ομπάμα συνεχίζει – με θετικές προοπτικές, όπως όλα δείχνουν. Ενώ επιδιώκει και τη ρωσική σύμπραξη για τον χειρισμό μειζόνων διεθνών ζητημάτων, ως προς τα οποία τα εκατέρωθεν συμφέροντα, κατά τεκμήριο, συγκλίνουν. Όπως, κατ’ εξοχήν, προκειμένου για το Αφγανικό. και το Ιρανικό – με τη Μόσχα να ανταποκρίνεται προθύμως σε ό,τι αφορά στο πρώτο, και, παρά τις ταλαντεύσεις της, να τείνει τώρα να στηρίξει τις αυστηρότερες κυρώσεις που επιζητούν οι ΗΠΑ σε σχέση με το τελευταίο. Κατά τα λοιπά, όμως, η Ουάσιγκτον δεν παύει να αντιτίθεται σε ρωσικές προτάσεις που, εν ονόματι της δημιουργίας ενιαίου συστήματος ασφαλείας «από το Βανκούβερ έως το Βλαντιβοστόκ», κατατείνουν στην αποδυνάμωση του ΝΑΤΟ και των λοιπών δυτικών θεσμών. Και να απεύχεται την υπέρμετρη εξάρτηση των Ευρωπαίων συμμάχων από τους ρωσικούς ενεργειακούς πόρους.
Όπως, τέλος, προκύπτει και από τα προαναφερθέντα, η προσοχή των Αμερικανών στρέφεται όλο και περισσότερο προς περιοχές εκτός Ευρώπης. Και συνακόλουθα, οι κοινοτικοί Ευρωπαίοι ενδιαφέρουν την Ουάσιγκτον πρωτίστως ως συνεπίκουροι στη διεξαγωγή των εξω-ευρωπαϊκών αμερικανικών εγχειρημάτων. Ως προς τα οποία, όμως, η συνεχιζόμενη, έστω και σε μειωμένο βαθμό, προσωπική δημοτικότητα του κ. Ομπάμα στον ευρωκοινοτικό χώρο δεν μεταφράζεται σε ικανοποιητική ενεργό στήριξη. [xxi] Με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ανεπαρκή, και πιθανώς φθίνουσα, στρατιωτική συμβολή της ευρωπαϊκής συνιστώσας του ΝΑΤΟ στην αντιμετώπιση του Αφγανικού.[xxii] Είναι δε πολύ πιθανό η ευρωπαϊκή αυτή απροθυμία συμμετοχής στα βάρη να εξηγεί εν μέρει και το «σνομπάρισμα» της πρόσφατης συνόδου κορυφής της ΕΕ στη Μαδρίτη από τον Αμερικανό πρόεδρο.[xxiii]
Παρά ταύτα, η αμερικανική ηγεσία δεν αγνοεί ότι η διατήρηση των δεσμών μεταξύ των δύο ακτών του Ατλαντικού αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επιτυχή αντιμετώπιση των οικονομικών και γεωπολιτικών προκλήσεων που θα αντιμετωπίσει η Δύση κατά τις επόμενες δεκαετίες. Και συνεπώς η ευρω-ατλαντική αλληλεγγύη, εντός και εκτός ΝΑΤΟ, παραμένει υψηλή αμερικανική προτεραιότητα.
Εν κατακλείδι: Όπως έπρεπε να αναμένεται, ο πρόεδρος Ομπάμα ενεργεί στον διεθνή χώρο με κύριο γνώμονα το αμερικανικό εθνικό συμφέρον, εναρμονίζοντας τις πάγιες αμερικανικές στοχεύεις με τα μεταβαλλόμενα διεθνή δεδομένα. Συγχρόνως δε προσπαθεί – και σε ικανό βαθμό επιτυγχάνει, μέχρι στιγμής – να εξασφαλίσει τη στήριξη της πολιτικής του αυτής από μια αρκετά δύστροπη και ενίοτε αψίκορη αμερικανική κοινή γνώμη. Κατά τα λοιπά, εκτός δραματικών εξελίξεων – ειδικότερα στο αφγανικό ή/και το ιρανικό – οι εκλογικές τύχες του κόμματός του, και, κυρίως, οι προοπτικές για ανανέωση της προεδρικής θητείας του το 2012, θα κριθούν πρωτίστως στο εσωτερικό πεδίο
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου